παράδεισος

παράδεισος
3857 παράδεισος
{сущ., 3}
рай. В LXX употр. по отношению к Эдемскому раю, а тж. о других прекрасных садах.
Ссылки: Лк. 23:43; 2Кор. 12:4; Откр. 2:7. LXX: обычно 1588 (ןגַּ), но т.ж. 5731 (ןדֶעֵ) в Ис. 51:3, 6508 (סדֵּרְפַּ) в Неем. 2:8 и Еккл. 2:5.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παράδεισος" в других словарях:

  • παράδεισος — enclosed park masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… …   Dictionary of Greek

  • παραδείσω — παράδεισος enclosed park masc nom/voc/acc dual παράδεισος enclosed park masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАДИС —    • Παράδεισος,          paradisus, имя больших парков и зверинцев восточных владетелей, особенно персидских сатрапов; эти парки, окруженные рвами, были богаты зверями для охоты, разными сортами деревьев, между которыми протекали ручьи. Очень… …   Реальный словарь классических древностей

  • παραδείσοις — παράδεισος enclosed park masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσου — παράδεισος enclosed park masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσους — παράδεισος enclosed park masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσων — παράδεισος enclosed park masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσῳ — παράδεισος enclosed park masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδεισε — παράδεισος enclosed park masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»